- πορθμούς
- πορθμόςferrymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προποντίδα — Κλειστή θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Ευξείνου Πόντου και του Αιγαίου, που μοιάζει με λίμνη. Έχει επιφάνεια 12.000 τ. χλμ. και με δυο μεγάλους πορθμούς τον Βόσπορο και τον Ελλήσποντο, επικοινωνεί με τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο πέλαγος,… … Dictionary of Greek
άζευκτος — η, ο (AM ἄζευκτος, ον) 1. αυτός που δεν μπήκε σε ζυγό, άζευτος 2. που δεν συζεύχθηκε, άγαμος νεοελλ. (για ποταμούς, πορθμούς κ.λπ.) αυτός που δεν ζεύχθηκε, δεν ενώθηκε με γέφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζευκτός < ζεύγνυμι] … Dictionary of Greek
αμφίδρομος — η, ο (Α ἀμφίδρομος, ον) αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω αρχ. 1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια 2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά 3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και… … Dictionary of Greek
ευριπώδης — εὐριπώδης, ῶδες (Α) [εύριπος] 1. αυτός που μοιάζει με τον εύριπο 2. αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
Άκαμπα — (al−Aqabah). Πόλη (95.600 κάτ. το 2002) και εμπορικό λιμάνι της Ιορδανίας. Βρίσκεται στην άκρη του ομώνυμου κόλπου, στην περιοχή της Ερυθράς θάλασσας. Η Ά. αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της από 1.700 κατ. στο… … Dictionary of Greek
Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… … Dictionary of Greek
Καρακούλ — (Kara kul). Λίμνη (380 τ. χλμ.) του Τατζικιστάν, στο βόρειο τμήμα του όρους Παμίρ. Το μέγιστο μήκος της είναι περίπου 33 χλμ. Βρίσκεται σε μια κοιλάδα που περιβάλλεται από ψηλά βουνά και χωρίζεται σε δύο τμήματα, τα οποία ενώνονται με δύο στενούς … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Μπαχάμες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελείται από περίπου 700 νησιά και νησίδες, που βρίσκονται ΝΑ της πολιτείας Φλόριντα των ΗΠΑ και Α της Κούβας.Διασκορπισμένες σε μια θαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από 1.000 τ. χλμ … Dictionary of Greek